ὀμφάκων

ὀμφάκων
ὄμφαξ
unripe grape
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ομφακηρός — ὀμφακηρός, ά, όν (Α) 1. προορισμένος για τοποθέτηση ή φύλαξη ομφάκων, δηλ. άγουρων σταφυλιών («ἀγγεῑα ὀμφακηρά», Φιλάγρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀμφακηρά στρογγυλό λαγήνι, προχόη, κανάτα οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, ακος «άγουρο σταφύλι» + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”